ποδόλιτρο

ποδόλιτρο
το, Ν
μονάδα ενέργειας ή έργου που ισοδυναμεί με το έργο το οποίο παράγεται από την ανύψωση βάρους μιας λίτρας σε ύψος ενός ποδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”